Οι πρώτες μου παιδικές αναμνήσεις έχουν να κάνουν με κόσμο – πολύ κόσμο και διαδρόμους μεγάλους και δωμάτια πολλά και ορόφους και στολές – πολύ όμορφες στολές και ανθρώπους με ζωγραφισμένο πάντα το χαμόγελο στα χείλη που επαναλάμβαναν πολλές φορές μες στην ημέρα τις λέξεις «ευχαριστώ» και «παρακαλώ».
Επίσης, θυμάμαι πολύ έντονα χαρακτηριστικούς ήχους όπως τον ήχο από τα ροδάκια μιας βαλίτσας, τον ήχο των τακουνιών στα μάρμαρα, τον ήχο του ασανσέρ όταν φτάνει σε όροφο και ανοίγει η πόρτα, τον ήχο της μηχανής του καφέ και του αποχυμωτή, τον ήχο της ταμειακής μηχανής, τον ήχο του ηλεκτρονικού βιβλίου πόρτας σε κάθε check in και check out πελάτη, τον ήχο του μοτέρ στα μεγάλα ψυγεία – θαλάμους, τον ήχο των μεγάλων πλυντηρίων και στεγνωτηρίων που ο όγκος τους με τρόμαζε (ίσως γιατί χωρούσα και εγώ μέσα…).
Θυμάμαι ακόμα μυρωδιές – μυρωδιές από αρώματα χώρου, από αρώματα πελατών (γυναικεία και ανδρικά), από κεριά, από πούρα, από κόκκους καφέ, από κόκκινα κρασιά, από σαπούνια χεριών και σώματος, από ενυδατικές κρέμες, από κέικ, από φαγητά.
Έτσι, κάπου στα 5 – 6 μου, είχα την αίσθηση ότι το ξενοδοχείο ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο και το κάθε τμήμα παρήγαγε ένα εξάρτημα και μετά όλα αυτά τα εξαρτήματα ενώνονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν ένα τελικό προϊόν – δεν είχα καταλάβει όμως ακόμα ποιο ήταν αυτό. Λίγο πιο μετά, ήταν που είδα για πρώτη φορά ένα ανδρικό ρολόι χειρός ανοιχτό – ήταν του παππού μου – με τους δείκτες του και όλα του τα μικρά γρανάζια, συνδεδεμένα περίτεχνα μεταξύ τους. Κάπως έτσι συνδύασα στο μυαλό μου το ξενοδοχείο με ένα καλο-κουρδισμένο ρολόι και ήμουν σίγουρη ότι θύμιζε πιο πολύ ρολόι απ’ ότι εργοστάσιο.
Κάπου στο δημοτικό και έχοντας παρακολουθήσει αρκετές θεατρικές παραστάσεις (σε κάποιες από αυτές είχα συμμετάσχει κιόλας), άρχιζα να συνδυάζω στο μυαλό μου το ξενοδοχείο με το θέατρο. Ναι! Θέατρο ήταν – είχα ενθουσιαστεί με αυτήν την ιδέα – ποιο εργοστάσιο και ποιο ρολόι; Αυτό ήταν τελικά – μία επιτυχημένη θεατρική παράσταση! Υπήρχαν ηθοποιοί με στολές που έπαιζαν εξαιρετικά το ρόλο τους, υπήρχε θιασάρχης, υπήρχε ολόκληρο επιτελείο που εργαζόταν backstage (πίσω από τη σκηνή και τα λαμπερά φώτα) και υπήρχε και χειροκρότημα! Ναι! Τότε ήταν που είχα αρχίσει να πρωτο – καταλαβαίνω τι πρόσφερε τελικά ένα ξενοδοχείο και γιατί πηγαινοέρχονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που εργάζονταν σε αυτό και ποιος ήταν ο σκοπός τους. Τότε ήταν που άρχισα να παρατηρώ ανθρώπους (πελάτες – γιατί ως τότε μου τραβούσαν πιο πολύ την προσοχή οι εργαζόμενοι και η ταχύτητα και ο συντονισμός με τον οποίο δούλευαν) να σφίγγουν τα χέρια του προσωπικού και να τους αγαλλιάζουν, κάποιοι με δάκρυα συγκίνησης στα μάτια και με την υπόσχεση να ξαναγυρίσουν. Αυτό λοιπόν ήταν το χειροκρότημα, αυτό ήταν το «μπράβο» για το οποίο οι θεατές έμπαιναν μετά την παράσταση στα παρασκήνια για να το πουν στους πρωταγωνιστές. Και υπήρχαν και αυτόγραφα! Ω, ναι – ο πελάτης αντί για αυτόγραφο είχε ζητήσει σε ένα κομμάτι χαρτί το τηλέφωνο ή το email του receptionist ή της σερβιτόρας γιατί πλέον ήταν ο Έλληνας φίλος του ο Γιώργος και η Ελληνίδα φίλη του η Μαρία και δεν ήταν απλά ένας receptionist ή μια σερβιτόρα.
Πέρασα σχεδόν όλη μου την εφηβεία έτσι και ζούσα για την στιγμή που θα γίνω και εγώ πρωταγωνίστρια όχι σε θέατρο αλλά σε ξενοδοχείο! Ναι! Θα ήμουν πολύ καλή σε αυτό! Ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να ζωγραφίσω πολλά χαμόγελα στα χείλη των πελατών μου μέχρι τη στιγμή που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία και την άρπαξα απ’ τα μαλλιά με μεγάλο ενθουσιασμό. Ήταν κάπου στα 16 μου που είχαμε αναλάβει ως ξενοδοχείο ένα μεγάλο catering (κοντά στα 300 άτομα) και υπήρχε ανάγκη για αρκετούς έξτρα σερβιτόρους. Ανάμεσα σε αυτούς λοιπόν που συμμετείχαν σε αυτό το εγχείρημα εκείνη την βραδιά ήμουν κι εγώ! Η αποστολή μου ήταν σπουδαία – μάλλον ένιωσα σαν να πηγαίνω αστροναύτης στο διάστημα εκείνη τη στιγμή και είχα χρέος προς την ανθρωπότητα.
Φόρεσα λοιπόν την ωραία μου στολή, έπιασα κότσο τα μαλλιά μου ως είθισται στους χώρους εστίασης και ήμουν έτοιμη να ακολουθήσω εντολές. Πρώτη εντολή από το Σεφ: «Παίρνεις το τζατζίκι που φτιάξαμε και γεμίζεις αστραπιαία τα 300 αυτά πιάτα που βλέπεις – μην περιμένεις να το κάνει η κουζίνα αυτό σήμερα!!!! Πνιγόμαστε!!!». Και κάπως έτσι κύλησε όλη η βραδιά με εμένα πιο πολύ σε τέτοιου τύπου βοηθητικές δουλειές, κουβαλήματα και γυαλίσματα. Τελικά, δεν ήμουν και τόσο πρωταγωνίστρια σε αυτήν την παράσταση αλλά αθλήτρια σε αγώνα σκυταλοδρομίας.
Ναι! Σκυταλοδρομία! Κάντε το εικόνα λίγο: το πιάτο με το φαγητό που κατέληγε στον πελάτη είχε περάσει από 3 με 4 διαφορετικά άτομα σίγουρα μέχρι να φτάσει στην τελική του μορφή και αυτό με προσοχή «Μη χαλάσει το στήσιμο – σας έσφαξα στο γόνατο!!! (ακούγονταν φωνές Σεφ απ’ το βάθος)». Μήπως τελικά το ξενοδοχείο δεν ήταν μια θεατρική παράσταση αλλά ένας αγώνας σκυταλοδρομίας; Προβληματίστηκα πολύ εκείνο το βράδυ! Ήμουν σίγουρη ότι είχα κάνει πολύ καλή γυμναστική – το ένιωθα άλλωστε σε όλο μου το σώμα – και απ’ την άλλη ένιωθα τόσο γεμάτη και χαρούμενη που είχα συμβάλει στην επιτυχία εκείνης της βραδιάς ακόμα κι αν δεν ήμουν εγώ η πρωταγωνίστρια – ακόμα κι αν δεν είδα ούτε ένα πελάτη. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα την σημασία όλων όσων δουλεύουν backstage – το «χειροκρότημα» ήταν τόσο ηχηρό που είχε ακουστεί και σε μας στα παρασκήνια…
Κάπως έτσι παρασκηνιακά συνέχισα για κάμποσο καιρό ακόμα μέχρι να αποκτήσω κι εγώ ένα ρόλο κομπάρσου – για πρωταγωνίστρια ακόμα ούτε λόγος… Και ως κομπάρσος (βλέπε μαθήτρια) στο τμήμα της υποδοχής, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άρχισα να συνδυάζω στο μυαλό μου το ξενοδοχείο με πεδίο μάχης. Ήταν η πρώτη φορά που κατέβηκα από το ροζ μου συννεφάκι και διαπίστωσα ότι το ξενοδοχείο τελικά δεν μου θύμιζε καθόλου ούτε μεγάλο εργοστάσιο, ούτε καλο-κουρδισμένο ρολόι, ούτε μια επιτυχημένη παράσταση, ούτε έναν αγώνα σκυταλοδρομίας. Είχαν ηχήσει η σειρήνες του πολέμου εκείνη τη στιγμή στα αυτιά μου και οι εχθροί (βλέπε πελάτες) έρχονταν κατά δεκάδες πάνω μας και τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα σαν δαιμονισμένα και το φαξ επίσης και τα email έπεφταν βροχή στο inbox και η μάχη αυτή ήταν σώμα με σώμα!
Μου πήρε κανα 2 χρονάκια ακόμα μέχρι να συμφιλιωθώ με τους εχθρούς μου και να καπνίσουμε μαζί την πίπα της ειρήνης! Κι αυτό από θέση υπαλλήλου. Έπειτα από θέση manager μου πήρε άλλα 2 χρόνια να συμφιλιωθώ με τους καινούριους μου εχθρούς – το προσωπικό. Μα είναι δυνατόν; Αφού ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς μέχρι πρότερα. Κι όμως είναι… Και τότε ήταν που κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν να εφαρμοστεί στην πράξη η οποιαδήποτε θεωρία όλων αυτών των Mc Gregor και Drucker και Taylor και Goleman και τόσους άλλους που είχα διαβάσει στη σχολή μου και θαύμαζα. Δεν έχασα την πίστη μου όμως στα βιβλία. Είχαν όλοι δίκιο! Ήταν όλα εφαρμόσιμα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν χρόνος και κόπος και πολύ δουλειά – όχι με τους άλλους – με τον εαυτό μου. Αυτός ήταν ο πραγματικός μου εχθρός! Και η μεγαλύτερη πρόκληση που είχα να αντιμετωπίσω ήταν η διατήρηση ισορροπιών.
Ήμουν πλέον ανάμεσα σε πελάτες, συναδέλφους, υφιστάμενους, προϊστάμενους, ιδιοκτήτες που όλοι κάτι ήθελαν από εμένα – η εικόνα μου πλέον για τα ξενοδοχεία ήταν ολοκληρωμένη. Καλώς ήρθες στον κόσμο τον επιχειρήσεων ή στον κόσμο των ενηλίκων θα μου έλεγε κάποιος πιο κυνικός! Όμως εγώ εξακολουθώ να πιστεύω στην χρυσόσκονη και το μαγικό ραβδάκι των νεραϊδών και είμαι σίγουρη μέχρι και αυτήν την στιγμή που σας γράφω ότι όλοι όσοι δουλεύουμε σε ξενοδοχεία αποκτάμε μαγικές ιδιότητες που μπορούν να αλλάξουν τη ζωή πολλών ανθρώπων και πρώτα απ’ όλα την δική μας.